νομοθετικόν

νομοθετικόν
νομοθετικός
relating to legislation
masc acc sg
νομοθετικός
relating to legislation
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βιζουκίδης, Περικλής — (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1956).Νομομαθής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά καταγόταν από την Ήπειρο. Διετέλεσε καθηγητής του αστικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1928). Ο Β. ερεύνησε την εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”